- καγχασμοῦ
- καγχασμόςloud laughtermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιβοί — αἰβοῑ (Α) 1. επιφώνημα αηδίας 2. αἰβοιβοῑ, επιφώνημα γέλιου, καγχασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποίημένη λ.] … Dictionary of Greek